- ανάβλεμμα
- το, -ατοςτο βλέμμα προς τα πάνω ή πίσω: Πριν φύγει του 'ριξε ένα ανάβλεμμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάβλεμμα — looking up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβλεμμα — το (Α ἀνάβλεμμα) κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω νεοελλ. απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω. ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω] … Dictionary of Greek
ἀναβλεμμάτων — ἀνάβλεμμα looking up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβλέμμασι — ἀνάβλεμμα looking up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβλέμματα — ἀνάβλεμμα looking up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] … Dictionary of Greek
αναβλεμματίζω — ἀναβλεμματίζω (Μ) [ἀνάβλεμμα] κοιτάζω … Dictionary of Greek
γλυκανάβλεμμα — το γλυκιά ματιά, γλυκοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + ανάβλεμμα. Η λ. μαρτυρείται το 1895 από τον Ι. Γρυπάρη στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
συννεφιαστός — ή, ό, Ν [συννεφιάζω] 1. αυτός που έχει την όψη, το σχήμα σύννεφου 2. σκυθρωπός, λυπημένος («τ ανάβλεμμά ντου προς αυτό συννεφιαστό γυρίζει», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek